χθαμαλός

χθαμαλός
η , ό[ν] низкий, невысокий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χθαμαλός" в других словарях:

  • χθαμαλός — near the ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλός — ή, ό / χθαμαλός, ή, όν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων αρχ. 1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.) 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • χθαμαλά — χθαμαλός near the ground neut nom/voc/acc pl χθαμαλά̱ , χθαμαλός near the ground fem nom/voc/acc dual χθαμαλά̱ , χθαμαλός near the ground fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλώτερον — χθαμαλός near the ground adverbial comp χθαμαλός near the ground masc acc comp sg χθαμαλός near the ground neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλωτάτων — χθαμαλός near the ground fem gen superl pl χθαμαλός near the ground masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλωτέρων — χθαμαλός near the ground fem gen comp pl χθαμαλός near the ground masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλῶν — χθαμαλός near the ground fem gen pl χθαμαλός near the ground masc/neut gen pl χθαμαλόω level pres part act masc voc sg (doric aeolic) χθαμαλόω level pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χθαμαλόω level pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλόν — χθαμαλός near the ground masc acc sg χθαμαλός near the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλώτατα — χθαμαλός near the ground adverbial superl χθαμαλός near the ground neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλώτατον — χθαμαλός near the ground masc acc superl sg χθαμαλός near the ground neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλαῖς — χθαμαλός near the ground fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»